ΣΤΕ 310/2024 [ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΜΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΚ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗΣ Σ.Δ. ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ]
Περίληψη
- Οι συνταγματικές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) να ρυθμίσει τη χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό, υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με τη φυσιογνωμία, τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για τη χωροταξική αναδιάρθρωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων (ΣτΕ Ολομ. 1528/2003). Κατ' ακολουθίαν τούτων, απαγορεύεται, καταρχήν, η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωση των όρων διαβιώσεως και υποβάθμιση του υπάρχοντος φυσικού ή του διαγραφομένου από την ισχύουσα πολεοδομική νομοθεσία οικιστικού περιβάλλοντος. Επομένως, ο κοινός νομοθέτης μπορεί να τροποποιεί τις ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις, εφόσον η εισαγόμενη νέα ρύθμιση αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας, να σταθμίσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσο υποβαθμίζεται το περιβάλλον.
Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, η οποία συμπληρώνει τη βασική ρύθμιση της παρ. 1 περί χωροταξικής και πολεοδομικής οργανώσεως της Χώρας και ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης», δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του κοινού νομοθέτη. Έχει δε την έννοια ότι, ειδικά κατά τη θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων, τόσο η Διοίκηση, όσο και ο κοινός νομοθέτης οφείλουν, προς επίτευξη του κατά τα ανωτέρω τασσομένου σκοπού της εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλύτερων όρων διαβιώσεως, να λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα και τις εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήμης που αφορά στη συγκεκριμένη ρύθμιση. Επομένως, νομοθετική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή μόνον εφόσον έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινόμενη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης. Λόγοι δε αναγόμενοι στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση, καθώς και στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, λαμβάνονται υπόψη μόνον επικουρικώς.
Ερμηνευόμενες σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 του Ν.Ο.Κ., οι διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 αυτού, με τις οποίες ορίζεται το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος των οικοδομών σε συνάρτηση προς τον ισχύοντα στην περιοχή συντελεστή δόμησης, σύμφωνα με την κλίμακα που ορίζει το εν λόγω άρθρο 15, δεν έχουν την έννοια ότι καταργούν τις ειδικές πολεοδομικές διατάξεις των διαταγμάτων, με τις οποίες καθορίζεται κατά περίπτωση το ανώτατο ύψος των κτηρίων, αλλά ότι οι ειδικές αυτές διατάξεις κατισχύουν εκείνων του άρθρου 15, τούτο όμως, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το καθοριζόμενο από τις ειδικές διατάξεις αριθμητικώς ύψος δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που καθορίζεται από τις διατάξεις του εν λόγω άρθρο 15 του Ν.Ο.Κ.. Αντίθετη ερμηνεία, κατά την οποία, με το άρθρο 15 του Ν.Ο.Κ. καθορίζεται, συλλήβδην για όλες τις περιοχές της χώρας, το ανώτατο ύψος των οικοδομών σε συνάρτηση με τον ισχύοντα σ.δ., θα ήταν αντίθετη προς το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο, όπως ήδη εκτέθηκε, επιτάσσει την ορθολογική πολεοδόμηση των οικισμών με τη θέσπιση εξιδιασμένων όρων δομήσεως για τον καθένα, κατόπιν μελέτης των τοπικών συνθηκών και της φυσιογνωμίας κάθε περιοχής και με τη συμμετοχή του οικείου Ο.Τ.Α. και των ενδιαφερομένων πολιτών, δεν επιτρέπει δε την δια γενικής διατάξεως και χωρίς επιστημονική μελέτη κατάργηση, συλλήβδην των ειδικών όρων δομήσεως που είχαν θεσπισθεί για κάθε περιοχή κατόπιν τηρήσεως των ανωτέρω συνταγματικών εγγυήσεων. Ενόψει τούτων, με βάση τα δεδομένα που ισχύουν όσον αφορά την επίμαχη περιοχή του Δήμου Αλίμου, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 περ. β' του Ν.Ο.Κ. που παρατέθηκε ανωτέρω, για συντελεστή δόμησης έως και 0,80, όπως ο εν προκειμένω ισχύων στην περιοχή, το μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος των κτηρίων ορίζεται σε 14 μ.. Το ύψος αυτό εφαρμόζεται εν προκειμένω, διότι είναι χαμηλότερο από το προβλεπόμενο με το ισχύον π.δ της 10.10.1979 (που ορίζει μέγιστο ύψος τα 17 μέτρα).
Οι επίμαχες διατάξεις του ΝΟΚ, με τις οποίες, δυνάμει των προβλεπομένων σε αυτές προσαυξήσεων των όρων δόμησης (σ.δ., ύψος), παρέχεται συλλήβδην η δυνατότητα ανεγέρσεως κτηρίων κατά παρέκκλιση από τους ισχύοντες σύμφωνα με τις ειδικές πολεοδομικές διατάξεις όρους, εφαρμόσθηκαν για την έκδοση της προσβαλλόμενης οικοδομικής αδείας χωρίς να υφίσταται η κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του Συντάγματος ειδική επιστημονική μελέτη που να τεκμηριώνει τις περιεχόμενες στις διατάξεις αυτές ρυθμίσεις, σε σχέση με τον συγκεκριμένο οικισμό (εν προκειμένω του Δήμου Αλίμου), στον οποίον εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, μια τέτοια μελέτη πρέπει, με κριτήρια αμιγώς πολεοδομικά που να αναφέρονται, όχι απλώς στα συγκεκριμένα ακίνητα στα οποία θα εφαρμόζονται τα κίνητρα, αλλά στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού, να αξιολογεί την εφαρμογή των πολεοδομικών αυτών κριτηρίων με γνώμονα τον βαθμό της οικιστικής ανάπτυξής του, τα περιθώρια της επιβάρυνσής του, τη θέση, τις ιδιαιτερότητες, τα χαρακτηριστικά του, και την εν γένει φυσιογνωμία του.
Πριν από τη θέσπιση των επίμαχων διατάξεων του Ν.Ο.Κ. δεν απαιτείτο η εκπόνηση στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης, εν πάση δε περιπτώσει, η διαδικασία για την εκπόνησή της μπορεί να τηρηθεί όταν κληθεί ο πολεοδόμος, δηλαδή ο κανονιστικός νομοθέτης, στον οποίον απευθύνεται ο Ν.Ο.Κ., σύμφωνα με τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, να αποφασίσει κατά την έγκριση, τροποποίηση ή αναθεώρηση των σχεδίων πόλεων, αν η φυσιογνωμία και οι ιδιαιτερότητες της εκάστοτε περιοχής επιτρέπουν την εφαρμογή ή μη των επίμαχων διατάξεων του Ν.Ο.Κ.. Συνεπώς, οι ως άνω διατάξεις του ν. 4067/2012, όπως τροποποιήθηκαν με τον ν. 4759/2020, με τις οποίες επιτρέπεται η προσαύξηση των συντελεστών δόμησης και του ύψους δεν αντίκεινται προς την Οδηγία 2001/42, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Οι ρυθμίσεις του άρθρου 11 παρ. 6 του ΝΟΚ ως προς τη μη προσμέτρηση επιφανειών κλιμακοστασίων (περ. δ' και ε'), παταριών (περ. ιδ') και έρκερ (περ. ιστ ́) στον συντελεστή δόμησης -έστω και αν επιδρούν στο μέγεθος της δομούμενης επιφάνειας που προκύπτει από τον ισχύοντα στην περιοχή συντελεστή, καθόσον η μη προσμετρούμενη επιφάνεια αποδίδεται σε άλλους χώρους επαυξάνοντας τελικώς τη δόμηση- δεν συνεπάγονται κατάργηση των ειδικών όρων δόμησης που ισχύουν στο ακίνητο, όπου ανεγείρεται η επίδικη οικοδομή, δοθέντος ότι στο από 10.10.1979 π.δ. δεν περιλαμβάνεται σχετική ρύθμιση. Ελέγχονται, όμως, οι διατάξεις αυτές, ως προς τυχόν αντίθεσή τους προς τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις οποίες, όπως ήδη ανωτέρω εκτέθηκε, δεν επιτρέπεται να επέρχεται με νέες ρυθμίσεις επιδείνωση των οικιστικών συνθηκών και των όρων διαβίωσης (βλ. ΣτΕ 2818/2004 Ολομ. σκ. 8, 2563/1999 σκ. 10, 159/1999 σκ. 6, 3618/1995 Ολομ. σκ. 7, 2902/1991 7μ. σκ. 6, 2610/1990 σκ. 4, 1038/1990 σκ. 6, 1159/1989 Ολομ. σκ. 7, 10/1988 Ολομ. κ.α. για τέτοιου είδους αξιολόγηση στο πλαίσιο σύγκρισης των διατάξεων των ΓΟΚ/1985 και ΓΟΚ/1973, καθώς και ΣτΕ 4964/2014 σκ. 8, 4040/2005 σκ. 4, 2809/2002 Ολομ. σκ. 5 στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ως αντίθετες στο άρθρο 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος ρυθμίσεις του ΓΟΚ/1985, με το σκεπτικό ότι ανατρέπουν, χωρίς πολεοδομικά κριτήρια, το προγενέστερο καθεστώς του ΓΟΚ/1973 και επιτρέπουν τη δόμηση οικοπέδων που, υπό τον προηγούμενο ΓΟΚ, δεν ήταν οικοδομήσιμα, με τελικό αποτέλεσμα την πρόδηλη επιδείνωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων της περιοχής).