ΣτΕ Ολ. 1918-20/2025
Πρόεδρος: Μ. Πικραμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
Εισηγήτριες: Κ. Κονιδιτσιώτου, Χρ. Μπολόφη, Σύμβουλοι Επικρατείας
Ι. Α. Στο Σύνταγμα κατοχυρώνεται ο κανόνας της ελευθερίας της εκπαίδευσης, στη φύση της οποίας προσήκει και η ποικιλομορφία της εκπαίδευσης, η ακαδημαϊκή ελευθερία, η οποία περικλείει και την προστασία του πανεπιστημίου ως θεσμού-στο πλαίσιο του οποίου πραγματώνονται οι εν λόγω ελευθερίες, καθώς και το ατομικό δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων. Η οργανωτική ρύθμιση του Συντάγματος εν σχέσει με τη νομική μορφή ειδικώς των φορέων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά ως ν.π.δ.δ. έχει ως θεμελιώδη στόχο την παροχή υψηλού επιπέδου ανώτατης εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε. 3470-1/2011 Ολομ., 161/2010 Ολομ., 435/2019 Ολομ., 359/2020 Ολομ., πρβ. και Σ.τ.Ε. 177/2023 Ολομ.), από το Σύνταγμα απορρέει υποχρέωση εφαρμογής της ενωσιακής έννομης τάξης στην εσωτερική έννομη τάξη, περαιτέρω δε υποχρέωση εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί σήμερα μία “ένωση κρατών" με υψηλό βαθμό ολοκλήρωσης.
Β. Από τη νομολογία του ΔΕΕ προκύπτει ότι ο χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης δεν εξαιρείται των θεμελιωδών ελευθεριών του ενωσιακού δικαίου, όπως η ελευθερία εγκατάστασης, η δε απόλυτη απαγόρευση κάθε ιδιωτικής δραστηριότητας παροχής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν συμβαδίζει με την ελευθερία εγκατάστασης, την ελευθερία ίδρυσης ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, που κατοχυρώνονται στο ενωσιακό δίκαιο. Σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ, η GATS αποτελεί ενωσιακό δίκαιο και αναγνωρίζει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης παρόχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τρίτων χωρών. Η Ελλάδα δεν έχει διατυπώσει επιφύλαξη για το συγκεκριμένο δικαίωμα, της ίσης μεταχείρισης (η επιφύλαξη, που έχει διατυπώσει η Χώρα, η οποία δεν εμπεριέχει ουδένα στοιχείο διάκρισης μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών- αφορά το διαφορετικό δικαίωμα της πρόσβασης στην αγορά και δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω). Οι πάροχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που προέρχονται από τρίτες χώρες, αντλούν από το δικαίωμα ίσης μεταχείρησης της GATS τα δικαιώματα για την ελευθερία εγκατάστασης της οδηγίας 2006/123/ΕΚ, με την οποία, κατά τα κριθέντα από το ΔΕΕ, επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής της ελευθερίας εγκατάστασης και σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις. Στο Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών θεμελιώνεται η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και προστατεύεται το πανεπιστήμιο ως θεσμός.
Πάγια είναι η νομολογία του ΔΕΕ, η οποία αποδίδει τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του ενωσιακού δικαίου και του δικαίου των κρατών μελών σχετικά με την υποχρέωση τήρησης του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη, η οποία αφορά ακόμα και διατάξεις συνταγματικού επιπέδου.
Συνεπώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΔΕΕ (πάγια νομολογία ή πρόσφατη, μείζονος συνθέσεως), ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, επικαλούμενο εθνική ρύθμιση, ακόμα και συνταγματικού επιπέδου, η οποία προβλέπει τη δωρεάν παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από δημόσια πανεπιστήμια, να αποκλείσει την παροχή, παραλλήλως προς τη δημόσια, οποιασδήποτε μορφής ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης. Δεν υφίσταται μη ανατραπείσα αντίθετη νομολογία Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Λόγω της συνύπαρξης του εθνικού με το ενωσιακό δίκαιο, που αφορά την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων, παρέχεται ήδη στην Ελλάδα νομίμως ανώτατη εκπαίδευση από ιδιωτικά Κολλέγια, που συνεργάζονται με πανεπιστήμια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία χορηγούν ακαδημαϊκούς τίτλους σπουδών, και αναγνωρίζονται στη Χώρα τα αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα (ν. 3696/2008).
Γ. Το Σύνταγμα ερμηνεύεται σε αρμονία με το ενωσιακό δίκαιο, εν όψει των νεώτερων νομοθετικών και των πρόσφατων νομολογιακών δεδομένων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορούν την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης και, ιδίως, την αναγνώριση της ελευθερίας εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την αναγνώριση του θεμελιώδους δικαιώματος ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Η ερμηνεία του Συντάγματος σε αρμονία με το ενωσιακό δίκαιο χωρεί σύμφωνα και με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 αυτού, καθώς και επί τη βάσει των αρχών της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών, στο πλαίσιο και της διαδικασίας επίτευξης μίας στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης κατά τα άρθρα 1 εδ. β', 2 και 4 παρ. 3 ΣΕΕ.
Δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα η λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων προερχόμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή χώρα συμβεβλημένη στη GATS, εφόσον διασφαλίζεται το υψηλό επίπεδο σπουδών και η ακαδημαϊκή ελευθερία. Ο νομοθέτης, οφείλει να θεσπίζει όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις, ώστε η ανώτατη εκπαίδευση, δημόσια ή ιδιωτική, να επιτελεί την κατά το Σύνταγμα αποστολή της.
Η ανωτέρω ερμηνεία, είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί αρχή τόσο της ελληνικής εννόμου τάξεως όσο και της ενωσιακής (πρβ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3470-1/2011), δεδομένου ότι η απόλυτη απαγόρευση κάθε μορφής ιδιωτικού φορέα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία δεν δικαιολογείται από υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος, ούτε επιβάλλεται από λόγο δημοσίου συμφέροντος, θα έβαινε πέραν του μέτρου, το οποίο είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση του σκοπού της παροχής υψηλού επιπέδου ανώτατης εκπαίδευσης. Δεν υφίσταται αντίθετου περιεχομένου εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα.
Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται σε αποστολή προδικαστικού ερωτήματος, διότι υπάρχει νομολογία του ΔΕΕ για την ερμηνεία του συνόλου των τιθεμένων ζητημάτων (βλ. ιδίως αποφάσεις Επιτροπή κατά Ουγγαρίας του έτους 2020, Cilevičs του έτους 2022 και Kirschtein του έτους 2019), εν πάση δε περιπτώσει, δεν καταλείπεται περιθώριο εύλογης αμφιβολίας για την έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων.
Δ. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, ασκώντας πλήρως, ως οφείλει, το δικαιοδοτικό του έργο, ερμηνεύει το δίκαιο και αναζητά την έννοια της ρύθμισης εν όψει του γράμματος, αλλά και του σκοπού του, όπως η εκάστοτε ρύθμιση εντάσσεται τη δεδομένη χρονική στιγμή στο σύνολο της εννόμου τάξεως, εθνικής, ενωσιακής και διεθνούς, ώστε να καταστεί διά της ερμηνείας, κατά το δυνατόν, ένα συνεκτικό σύνολο.
Την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση τηρούν και τα ανώτατα δικαστήρια άλλων κρατών μελών (βλ. λ.χ. απόφαση 198/2012 του Ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 6.11.2012, σχετικά με τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, βλ. και την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας 19.7.2011, 1BVR 1916/09, κατ' εφαρμογήν ειδικώς του ενωσιακού δικαίου).
Το γεγονός ότι οι κρίσιμες διατάξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος δεν έχουν εισέτι αναθεωρηθεί, παρά το γεγονός ότι επιχειρήθηκε τούτο, κατ' επανάληψη, δεν ασκεί επιρροή, διότι η μη αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων η οποία συνδέεται με ζητήματα, που ανάγονται αποκλειστικά στο έργο και τη λειτουργία του αναθεωρητικού νομοθέτη, και δεν αφορά το πεδίο της ερμηνείας του ισχύοντος δικαίου από τα Δικαστήρια- δεν αναιρεί την υποχρέωση του Δικαστηρίου να προβαίνει σε ερμηνεία του Συντάγματος σε αρμονία με το ενωσιακό δίκαιο, ερμηνεία η οποία επιβάλλεται λόγω της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, που επιδρά σε όλη την ιεραρχία των κανόνων της εθνικής έννομης τάξης.
Ε. Διατυπώθηκε μειοψηφία.
ΙΙ. Ειδικότερα, κρίθηκαν εν περιλήψει τα κατωτέρω:
i. Σύνταγμα
1. Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 16 παρ. 1, 5 και 8 του Συντάγματος προκύπτει ότι το Σύνταγμα αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως υπέρτατη αξία, χάριν της οποίας υφίσταται και οργανώνεται η έννομη τάξη και θεσπίζει τα επί μέρους ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα για τη διασφάλιση της επί ίσοις όροις ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του καθενός και την απόλαυση των εννόμων αγαθών που αντιστοιχούν στο περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών. Η ελευθερία της εκπαίδευσης, στη φύση της οποίας προσήκει, κατ' αρχήν, και η ποικιλομορφία της εκπαίδευσης, ως ελευθερία επιλογής του προσανατολισμού, της μορφής και του φορέα παροχής εκπαίδευσης, συντελεί στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την αυτοπραγμάτωση του ατόμου, συνδέεται με την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και την ελευθερία του λόγου, αποτελεί δε απόρροια της θεμελιώδους αρχής της αξίας του ανθρώπου. Η ακαδημαϊκή ελευθερία, ως ειδικότερη πτυχή της ελευθερίας της εκπαίδευσης, περικλείει τόσο την ελευθερία της διδασκαλίας, που συνδέεται με την ελευθερία της έρευνας και της διάδοσης χωρίς περιορισμούς της γνώσης, όσο και την προστασία του πανεπιστημίου ως θεσμού, υπό την έννοια της οργανωμένης μονάδας και διαδικασίας παροχής παιδείας, στο πλαίσιο του οποίου πραγματώνονται οι ως άνω ελευθερίες. Με τις διατάξεις των παρ. 1 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος αναγνωρίζεται ατομικό δικαίωμα ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων.
2. Η ρύθμιση των παρ. 5 και 8 εδ. β' του άρθρου 16 του Συντάγματος, με την οποία τίθενται οργανωτικοί κανόνες σχετικά με τη νομική μορφή των φορέων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης, έχει ως θεμελιώδη στόχο την παροχή υψηλού επιπέδου ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία κατά τον χρόνο θέσπισης του Συντάγματος του έτους 1975, υπό την ιδιαίτερη συγκυρία και τις εξαιρετικές ιστορικές περιστάσεις, λόγω της προηγηθείσας δικτατορίας, θεωρήθηκε ότι διασφαλίζεται αποκλειστικά με τη λειτουργία πανεπιστημίων υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (σύμφωνα με τον εισηγητή της πλειοψηφίας Δ. Νιάνια, «... διερχόμεθα μίαν μεταβατική περίοδον. Εξερχόμεθα από μίαν σκληράν δικτατορίαν και θέλομεν να κάνομεν νέον ελεύθερον βίον, δίδοντες ιδιαίτερη έμφασιν εις την Παιδείαν... ακόμη είμεθα φορτωμένοι με πικρές εμπειρίες και, ίσως, η γραμμή την οποίαν θα τηρήσωμεν, να μην είναι τόσον επιστημονικώς ψυχρή και αντικειμενική, όσον εάν το πρόγραμμα της Παιδείας, οι σκοποί και η διάρθρωσίς της καθιερούντο εις άλλας ώρας»).
3. Η ρητή κατοχύρωση του κανόνα της ελευθερίας της τέχνης και της επιστήμης, καθώς και της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην παρ. 1 του άρθρου 16 του Συντάγματος αποτελεί, εν σχέσει προς τα προϊσχύσαντα Συντάγματα, καινοτομία του Συντάγματος του 1975 (με την εξαίρεση ανάλογης ρύθμισης του Συντάγματος του 1927), η οποία απηχεί το πνεύμα της μεταπολίτευσης ειδικώς για τον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως διαμορφώθηκε μετά την εμπειρία της δικτατορίας. Εξάλλου, η ρύθμιση των παρ. 5 και 8 εδ. β' του ισχύοντος Συντάγματος, για την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με την εξαίρεση των Συνταγμάτων του 1968 και του 1973 της περιόδου της δικτατορίας, δεν απαντάται σε κανένα από τα προϋφιστάμενα Συντάγματα. Αντιθέτως, στην πλειοψηφία αυτών, είτε γινόταν ρητά λόγος για το δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, είτε οριζόταν ότι επιτρέπεται η ίδρυσή τους. Ανάλογες ρυθμίσεις, απαγόρευσης ιδιωτικών φορέων παροχής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δεν απαντώνται σε άλλα ευρωπαϊκά Συντάγματα.
4. Όπως ήδη έχει κριθεί, από την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 του Συντάγματος προκύπτει αφενός υποχρέωση εφαρμογής της ενωσιακής έννομης τάξης στην εσωτερική έννομη τάξη, περαιτέρω δε υποχρέωση εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου, «σύμφωνα και με την εκπεφρασμένη βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη επί του άρθρου 28 ...» (Σ.τ.Ε. 3470-1/2011 Ολομ., 161/2010 Ολομ., 435/2019 Ολομ., 359/2020 Ολομ., πρβ. και Σ.τ.Ε. 177/2023 Ολομ.). Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 177/2023 αναφέρεται ότι κατά τα κριθέντα από το ΔΕΕ ... " Με την αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης κατοχυρώνεται η υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του δικαίου των κρατών μελών ..." καθώς και ότι " ... σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το εθνικό δικαστήριο ... έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας». Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί σήμερα μια «ένωση κρατών» με υψηλό βαθμό ολοκλήρωσης, στην οποία συμμετέχει η Ελληνική Δημοκρατία σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος. Η εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνάδει με τις συμβατικές υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις ευρωπαϊκές Συνθήκες, όπως αυτές εκφράζονται, ιδίως, στις ευρωπαϊκές θεμελιώδεις ελευθερίες (πρβ. Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, απόφαση της 19.7. 2011, 1 BVR 1916/09).
ii. Ενωσιακό δίκαιο.
5. Από τις διατάξεις 6 και 165 ΣΛΕΕ, όπως ήδη ερμηνεύονται από το ΔΕΕ, προκύπτει σαφώς ότι ο χώρος της εκπαίδευσης και μάλιστα της ανώτατης δεν εξαιρείται της εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών, όπως είναι η ελευθερία εγκατάστασης. Όπως έγινε δεκτό για πρώτη φορά ρητά για τον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης με την πρόσφατη απόφαση Cilevics εν σχέσει με την ελευθερία εγκατάστασης (απόφαση 7.9.2022, μείζων σύνθεση, C-391/2020), η Ένωση έχει αρμοδιότητα κατά το άρθρο 6 ΣΛΕΕ να αναλαμβάνει δράσεις για να υποστηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών, μεταξύ άλλων, στον τομέα της παιδείας. Μολονότι, όμως, το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα αυτή των κρατών μελών, όσον αφορά, αφενός το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία και, αφετέρου το περιεχόμενο και την οργάνωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 165 παρ. 1 και το άρθρο 166 παρ. 1 ΣΛΕΕ, εντούτοις, τα κράτη μέλη οφείλουν κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους αυτής, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, τις διατάξεις για την ελευθερία εγκατάστασης. Όπως επισήμανε ο Γενικός Εισαγγελέας επί της υποθέσεως αυτής, «το γεγονός ότι ο πολιτισμός και η εκπαίδευση αποτελούν τομείς οι οποίοι εμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό στην αρμοδιότητα των κρατών μελών ... δεν σημαίνει ότι οι τομείς αυτοί δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, ούτε σημαίνει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ρυθμίζουν τους τομείς αυτούς κατά το δοκούν, εάν τούτο συνεπάγεται παράβαση διάταξης του δίκαιου της Ένωσης», καθώς και ότι «... ο πολιτισμός και η εκπαίδευση δεν είναι νησίδες άβατες από την επιρροή του δικαίου της Ενωσης».
6. Το ΔΕΕ έχει δεχθεί ότι στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ κατοχυρώνεται η ελευθερία εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από υπήκοο ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Η ελευθερία αυτή υπόκειται σε περιορισμούς, κατά τα γενικώς ισχύοντα, δηλαδή, επιτρέπονται περιορισμοί, εφόσον δικαιολογούνται από υπέρτερο λόγο γενικού συμφέροντος ή συντρέχει λόγος δημόσιας τάξης, συνάδουν δε με την αρχή της αναλογικότητας, και, υπό την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται δεν προσκρούουν σε τυχόν υφιστάμενη αντίθετου περιεχομένου εθνική ταυτότητα. Παγίως γίνεται δεκτό ότι η δραστηριότητα, που συνίσταται στην παροχή πανεπιστημιακής διδασκαλίας, δεν συνιστά δραστηριότητα που συνδέεται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, θεωρείται ως περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης κάθε μέτρο το οποίο απαγορεύει, παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση της ελευθερίας αυτής. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΕ, τα ανωτέρω ισχύουν, ακόμα και αν το εθνικό μέτρο που θέτει περιορισμό, εφαρμόζεται άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγένειας (η νομολογία αυτή αποτελεί πλέον πάγια νομολογία του ΔΕΕ, μετά την απόφαση της 30.11.1995, Gebhart, C-55/1994, με την οποία μετεστράφη η παλαιότερη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία προϋπέθετε για την εφαρμογή της ελευθερίας εγκατάστασης την ύπαρξη διακρίσεως λόγω ιθαγένειας). Έχει κριθεί ότι, ο σκοπός της εξασφάλισης υψηλού ποιοτικού επιπέδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ικανός να δικαιολογήσει περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης. Εν όψει της δοθείσας ερμηνείας των άρθρων 6, 165, 49 και 51 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, γίνεται δεκτό ότι ο χώρος της ανώτατης εκπαίδευσης δεν εξαιρείται των θεμελιωδών ελευθεριών του ενωσιακού δικαίου, προκύπτει ότι η απόλυτη απαγόρευση κάθε ιδιωτικής δραστηριότητας παροχής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν συμβαδίζει με την ελευθερία εγκατάστασης, την ελευθερία ίδρυσης ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, που κατοχυρώνονται στο ενωσιακό δίκαιο. Συνεπώς, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, επικαλούμενο εθνική ρύθμιση, ακόμα και συνταγματικού επιπέδου, η οποία προβλέπει τη δωρεάν παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από δημόσια πανεπιστήμια, να αποκλείσει την παροχή, παραλλήλως προς τη δημόσια, οποιασδήποτε μορφής ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης.
7. Από τη νομολογία του ΔΕΕ προκύπτει ότι η εφαρμογή της ελευθερίας εγκατάστασης σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προϋποθέτει ότι δεν θίγεται η εθνική ταυτότητα του κράτους μέλους. Η έννοια της εθνικής ταυτότητας, η οποία είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική δομή των κρατών μελών, αντιπροσωπεύει, κατ' αρχήν, μια μακρά και σταθερή αξία και συνιστά το αποτέλεσμα της ιστορίας, του πολιτισμού και των κοινωνικοπολιτικών χαρακτηριστικών μίας συγκεκριμένης χώρας. Σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα επί της αποφάσεως Cilevičs, τα κράτη μέλη διαθέτουν συναφώς σημαντικό περιθώριο εκτίμησης, η διακριτική τους, όμως, ευχέρεια δεν είναι απεριόριστη, ειδάλλως η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ΣΕΕ θα «συνιστούσε μία πρόχειρη ρήτρα διαφυγής από τους κανόνες και τις αρχές των Συνθηκών της Ένωσης, η οποία θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί ανά πάσα στιγμή από οποιοδήποτε κράτος μέλος. Η υποχρέωση της Ένωσης να "σέβεται" την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών δεν μπορεί να ισοδυναμεί με δικαίωμα κράτους μέλους να αγνοεί το δίκαιο της Ένωσης κατά το δοκούν».
8. Με την οδηγία 2006/123/ΕΚ επιδιώκεται η εξάλειψη των εμποδίων για την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών στα κράτη μέλη και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών, όπως δε έχει κριθεί, αφορά και τις υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως. Ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, ζητήματα σχετικά με την ελευθερία εγκατάστασης κατά το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, το πεδίο εφαρμογής της οποίας, όπως κρίθηκε με νομολογία του ΔΕΕ, διευρύνεται με την οδηγία και επεκτείνεται και σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις (απόφαση της 4.7.2019, Kirschtein, C-393/2017).
9. Όπως κρίθηκε με πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ (απόφαση της 6.10.2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C- 66/2018), επί τη βάσει της Συμφωνίας GATS, η οποία είναι διεθνής συμφωνία για την απελευθέρωση των υπηρεσιών, της οποίας συμβαλλόμενο μέρος είναι και η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει δε επικυρωθεί από την Ελλάδα, η Ένωση ανέλαβε δεσμεύσεις σχετικά και με την απελευθέρωση των υπηρεσιών εκπαίδευσης, στις οποίες περιλαμβάνονται και υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Τα κύρια δικαιώματα, τα οποία απορρέουν από τη Σύμβαση, είναι το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης και το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά. Κατά τα κριθέντα, το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης (άρθρο IVII) δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη, εφόσον δεν έχουν διατυπώσει επιφύλαξη, επομένως, συμβαλλόμενο κράτος, το οποίο δεν έχει διατυπώσει σχετική επιφύλαξη, οφείλει να αναγνωρίζει σε παρόχους υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που προέρχονται από τρίτες χώρες, τα δικαιώματα που τυχόν αναγνωρίζει η (εθνική ή ενωσιακή) νομοθεσία. Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών, που αναγνωρίζονται επί τη βάσει της ενωσιακής νομοθεσίας, συγκαταλέγονται και τα δικαιώματα για την ελευθερία εγκατάστασης παρόχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που απορρέουν ειδικώς από την οδηγία 2006/123/ΕΚ.
10. Όπως κρίθηκε, η GATS αποτελεί μέρος του δικαίου της Ένωσης. Τούτο, έχει την έννοια, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα επί της υποθέσεως Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, ότι, κατά την εσωτερική εκτέλεση διεθνούς συμφωνίας, τα κράτη μέλη εκπληρώνουν υποχρέωση έναντι της Ένωσης, η οποία έχει αναλάβει την ευθύνη για την καλή εκτέλεση της συμφωνίας σε επίπεδο εξωτερικών σχέσεων. Η υποχρέωση αυτή των κρατών μελών αποτελεί έκφραση του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας, το οποίο, λειτουργεί ως όριο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Τα κράτη μέλη, δηλαδή, διατηρούν το δικαίωμα ασκήσεως της εσωτερικής τους αρμοδιότητας προς ρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά μόνο στον βαθμό, που οι σχετικές εθνικές ρυθμίσεις δεν αντιβαίνουν σε υποχρεώσεις απορρέουσες από τις Συμφωνίες του ΠΟΕ.
11. Όπως κρίθηκε, βάσει του άρθρου XVII παρ. 1 της GATS, το οποίο αφορά τον βασικό κανόνα της ίσης μεταχείρισης, κάθε μέλος του ΠΟΕ οφείλει, στους τομείς που περιλαμβάνονται στον πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεών του και λαμβανομένων υπ' όψιν των όρων και των περιορισμών που καταγράφονται εκεί, να επιφυλάσσει στις υπηρεσίες και στους παρόχους υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους του ΠΟΕ μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από τη μεταχείριση, την οποία παρέχει στις παρόμοιες ημεδαπές υπηρεσίες και στους ημεδαπούς παρόχους παρόμοιων υπηρεσιών. Ακολούθως, βάσει του άρθρου XVI παρ. 1, που αφορά τους κανόνες, που διέπουν την πρόσβαση στην αγορά μέσω των τρόπων παροχής υπηρεσιών που ορίζονται στο άρθρο Ι, κάθε μέλος οφείλει να επιφυλάσσει στις υπηρεσίες και στους παρόχους υπηρεσιών οποιουδήποτε άλλου μέλους του ΠΟΕ μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη, η οποία απορρέει από την εφαρμογή των όρων, των περιορισμών και των προϋποθέσεων που έχουν συμφωνηθεί και καθοριστεί στον πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεών του. Τέλος, το άρθρο ΧΧ παρ. 1, που αφορά τις τιθέμενες επιφυλάξεις των συμβαλλομένων κρατών, ορίζει ότι κάθε μέλος του ΠΟΕ οφείλει να καταρτίζει πίνακα με τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις που αναλαμβάνει δυνάμει του μέρους ΙΙΙ της GATS, όπου περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και τα άρθρα XVI και XVII. Ως προς τους τομείς, σε σχέση με τους οποίους αναλαμβάνονται αυτές οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις, κάθε πίνακας πρέπει να καταγράφει τους όρους, τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις που διέπουν την πρόσβαση στην αγορά, καθώς και τους όρους και τους περιορισμούς, στους οποίους υπόκειται η εθνική μεταχείριση. Κατά συνέπεια, από τα άρθρα XVI, XVII και XX της GATS προκύπτει ότι ο πίνακας συγκεκριμένων υποχρεώσεων κάθε μέλους του ΠΟΕ καταγράφει τις δεσμεύσεις, τις οποίες έχει αναλάβει το αντίστοιχο μέλος ανά τομέα και ανά τρόπο παροχής υπηρεσιών. Στον πίνακα αυτόν μνημονεύονται, ειδικότερα, οι όροι, οι περιορισμοί και οι προϋποθέσεις που σχετίζονται με «περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά», καθώς και οι όροι και οι περιορισμοί που σχετίζονται με «περιορισμούς όσον αφορά την εθνική μεταχείριση». Η μνεία των μεν και των δε γίνεται σε δύο χωριστές στήλες. Εξάλλου, σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε από το ΔΕΕ για την παρ. 2 του άρθρου ΧΧ, τα μέτρα τα οποία δεν συμβιβάζονται ούτε με το άρθρο XVI ούτε με το άρθρο XVII, πρέπει, για λόγους «απλούστευσης της διαδικασίας» να εγγράφονται, εντός του οικείου πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεων, μόνο στη στήλη σχετικά με τους «περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά», οπότε θεωρείται ότι αυτή η εγγραφή, στη μία μόνο στήλη, εισάγει σιωπηρώς όρο ή περιορισμό και όσον αφορά την εθνική μεταχείριση. Επομένως, όπως ειδικότερα κρίθηκε, όρος που έχει, και τυπικώς, εγγραφεί αποκλειστικά σε σχέση με το άρθρο XVI (πρόσβαση στην αγορά) δεν επιτρέπει παρέκκλιση από την υποχρέωση εθνικής μεταχείρισης, την οποία προβλέπει το άρθρο XVII (ίση μεταχείριση), παρά μόνον αν το είδος των μέτρων, που λαμβάνονται δυνάμει του όρου αυτού, αντιβαίνουν τόσο στην υποχρέωση, την οποία επιβάλλει το άρθρο XVI, όσο και στην υποχρέωση την οποία επιβάλλει το άρθρο XVII. Τέλος, όπως κρίθηκε, από το περιεχόμενο του κανόνα, ο οποίος καθιερώνεται για λόγους απλούστευσης της διαδικασίας, με το άρθρο ΧΧ παρ. 2, συνάγεται ότι ένας όρος πρέπει να εισάγει κάποιας μορφής διάκριση (μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών), προκειμένου να ισχύει (σιωπηρώς) και ως προς το άρθρο XVII, δηλαδή, να συνιστά επιφύλαξη και ως προς το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης.
12. Εν σχέσει προς την Ελλάδα, ο ενοποιημένος πίνακας δεσμεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει, στη στήλη που αφορά τους «περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά» και σε συνάρτηση με τις υπηρεσίες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για τη Χώρα τον όρο «χωρίς περιορισμούς για εκπαιδευτικά ιδρύματα που χορηγούν διπλώματα αναγνωρισμένα από το κράτος/Unbound for education institutions granting recognized State diplomas». Σύμφωνα, δηλαδή, με τον όρο αυτό, η Ελλάδα διατυπώνει επιφύλαξη, η οποία έχει την έννοια ότι η Χώρα δεν δεσμεύεται από τον κανόνα της πρόσβασης στην αγορά (δηλαδή ως προς τον κανόνα, που αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις αδειοδότησης των παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης), ώστε δύναται, εφόσον επιθυμεί, να θέτει σχετικούς περιορισμούς σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία χορηγούν διπλώματα που αναγνωρίζονται από το κράτος. Σύμφωνα με την επιφύλαξη αυτή, η Ελλάδα, εν σχέσει προς τον πρώτο κανόνα, της πρόσβασης στην αγορά, δεν αναλαμβάνει οιαδήποτε δέσμευση έναντι των λοιπών συμβαλλόμενων μερών και είναι απολύτως ελεύθερη να καθορίζει κυριαρχικώς τους όρους και τις προϋποθέσεις αδειοδότησης των παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εν γένει να διαμορφώνει την οικεία αγορά υπηρεσιών, υπό την έννοια ότι η χώρα έχει τη δυνατότητα, ακόμα και να απαγορεύει πλήρως την πρόσβαση στην οικεία αγορά ή, εφόσον επιτρέψει την πρόσβαση, διατηρεί, πάντως, τη δυνατότητα να διαμορφώνει ελεύθερα το είδος και τη μορφή των τυχόν τιθέμενων περιορισμών κατά την αδειοδότηση. Στη στήλη σχετικά με τους «περιορισμούς όσον αφορά την εθνική μεταχείριση» αναγράφεται η λέξη «κανένας», το οποίο σημαίνει ότι η χώρα δεν διατυπώνει καμία επιφύλαξη ως προς τον κανόνα αυτόν, σε συνάρτηση με τον επιμέρους τομέα των υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δηλαδή, σύμφωνα με τον σαφώς αυτό διατυπωμένο όρο («κανένας»), η Ελλάδα, εν σχέσει προς τον δεύτερο κανόνα, της μη διάκρισης, ρητά αναλαμβάνει τη δέσμευση έναντι των λοιπών συμβαλλόμενων μερών, ότι, πάντως, κατά τη ρύθμιση της οικείας αγοράς -σύμφωνα με την κατά τα ανωτέρω ευχέρειά της βάσει της επιφύλαξής της- εμποδίζεται απολύτως να θεσπίζει ή να εφαρμόζει νομοθεσία, η οποία εισάγει διακρίσεις μεταξύ ημεδαπών παρόχων και παρόχων που προέρχονται από χώρες συμβεβλημένες στη Σύμβαση. Εξάλλου, ο ανωτέρω όρος, που αφορά τη μη δέσμευση της Ελλάδας για εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία χορηγούν διπλώματα αναγνωρισμένα από το Κράτος, και έχει εγγραφεί στη διαφορετική στήλη, με τους «περιορισμούς όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά», δεν ισχύει και ως προς την υποχρέωση ίσης μεταχείρισης, την οποία προβλέπει το άρθρο XVII, δηλαδή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη διατυπωθείσα επιφύλαξη στην πρώτη στήλη, εισάγεται σιωπηρώς επιφύλαξη και για τη δεύτερη στήλη. Διότι, όπως προκύπτει από την έννοια, αλλά και τη διατύπωσή του, ο ανωτέρω όρος καλύπτει όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους (ημεδαπά ή αλλοδαπά), οπότε δεν ενέχει κατά το περιεχόμενό του κανένα στοιχείο διάκρισης. Τούτο, άλλωστε, συνάγεται και από τον σκοπό της επιφύλαξης αυτής, η οποία, προφανώς, ετέθη, ενόψει της ρύθμισης των παρ. 5 και 8 εδ. β ́ του άρθρου 16 του Συντάγματος, η οποία δεν διακρίνει ανάλογα με την προέλευση του παρόχου ανώτατης εκπαίδευσης. Εν κατακλείδι, η Ελλάδα, δεδομένου ότι ως προς το πρώτο δικαίωμα (της πρόσβασης στην αγορά) διετύπωσε την εν λόγω επιφύλαξη, ενώ ως προς το δεύτερο δικαίωμα (της ίσης μεταχείρισης) ρητά παραιτήθηκε από οποιαδήποτε επιφύλαξη, έχει τη δυνατότητα βάσει της GATS να ρυθμίσει ελεύθερα τα σχετικά ζητήματα (επιτρέποντας ή απαγορεύοντας τις σχετικές δραστηριότητες), περιοριζόμενη μόνον από τη μη δυνατότητα θέσπισης διακρίσεων.
13. Εν σχέσει προς το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης, που θεμελιώνεται στο άρθρο IVII της GATS, τούτο δεσμεύει τη Χώρα, όσον αφορά την παρουσία παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τρίτων χωρών, καθόσον ως προς το δικαίωμα αυτό η Ελλάδα δεν έχει διατυπώσει επιφύλαξη. Η Ελλάδα οφείλει να αναγνωρίζει σε παρόχους υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που προέρχονται από τρίτες χώρες, τα δικαιώματα, που αναγνωρίζονται από τη νομοθεσία, εθνική ή ενωσιακή, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα δικαιώματα για την ελευθερία εγκατάστασης παρόχων υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που απορρέουν από την οδηγία 2006/123/ΕΚ.
14. Σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ, στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων κατοχυρώνεται η ελευθερία ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και προστατεύεται το πανεπιστήμιο ως θεσμός. Τούτο έχει ως συνέπεια να συνιστούν περιορισμό της ελευθερίας ίδρυσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και της ακαδημαϊκής ελευθερίας μέτρα που αποκλείουν ή καθιστούν αβέβαιη τη δυνατότητα ίδρυσης ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή τη δυνατότητα συνέχισης της λειτουργίας ενός υφιστάμενου εκπαιδευτικού ιδρύματος. Με την απόφασή του Επιτροπή κατά Ουγγαρίας το ΔΕΕ για πρώτη φορά ερμήνευσε την ελευθερία εγκατάστασης του άρθρου 49 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Χάρτη και, ειδικότερα, από την οπτική της ελευθερίας ίδρυσης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων καθώς και της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Σύμφωνα με τον Γενικό Εισαγγελέα, «η θέσπιση στο Χάρτη αυτοτελούς θεμελιώδους δικαιώματος για την ίδρυση ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (εκτός του γενικού κανόνα της επιχειρηματικής ελευθερίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη) υποδηλώνει ότι, πέραν της οικονομικής πτυχής, πρέπει να προστατεύεται ιδιαιτέρως αυτή καθεαυτήν η ύπαρξη ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων», και ότι το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη «αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ύπαρξης ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, πέραν των κρατικών σχολών και πανεπιστημίων, και στην εξασφάλιση, εν τέλει, της επιδιωκόμενης ποικιλομορφίας στις παρεχόμενες δυνατότητες εκπαίδευσης». Ακολούθως, όσον αφορά την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και την επιχειρηματική ελευθερία, κρίθηκε, ομοίως, για πρώτη φορά με την ως άνω απόφαση του ΔΕΕ ότι αυτές κατοχυρώνονται στο άρθρο 14 παρ. 3 και το άρθρο 16 του Χάρτη, αντιστοίχως. Βάσει δε του άρθρου 14 παρ. 3 του Χάρτη, η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές, πρέπει να τηρείται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή της. Όπως κρίθηκε, μέτρα τα οποία μπορούν, ανάλογα με την περίπτωση, να καταστήσουν αβέβαιη ή και να αποκλείσουν ακόμη τη δυνατότητα ίδρυσης ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή τη δυνατότητα συνέχισης της λειτουργίας ενός υφιστάμενου εκπαιδευτικού ιδρύματος, περιορίζουν τόσο την ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, την οποία εγγυάται το άρθρο 14 παρ. 3 του Χάρτη, όσο και την επιχειρηματική ελευθερία, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη. Ακολούθως, εν σχέσει προς τους επιτρεπόμενους περιορισμούς, κρίθηκε ότι οποιοσδήποτε περιορισμός πρέπει να προβλέπεται στον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Εξάλλου, προκειμένου να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, οι περιορισμοί επιτρέπονται, μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Η ελευθερία ιδρύσεως εκπαιδευτικών ιδρυμάτων προστατεύεται στο πλαίσιο των εκάστοτε νόμιμων προϋποθέσεων. Ο νομοθέτης μπορεί να διαμορφώσει, κατ' αρχήν, τις προϋποθέσεις ιδρύσεως και λειτουργίας εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οφείλει, όμως, να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.
15. Εξάλλου, πάγια είναι η νομολογία του ΔΕΕ, η οποία αποδίδει τη σχέση, που αναπτύσσεται μεταξύ του ενωσιακού δικαίου και του δικαίου των κρατών μελών και αφορά την υποχρέωση τήρησης του ενωσιακού δικαίου από τα κράτη μέλη. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από την ιδιαίτερη φύση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, εδράζεται στις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της καλόπιστης συνεργασίας των κρατών μελών και στοχεύει στην αποτελεσματικότητα και την ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας για μια διαρκώς στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης. Ειδικότερα, όπως παγίως γίνεται δεκτό από το ΔΕΕ, «η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης έναντι τόσο του δικαίου των κρατών μελών όσο και του διεθνούς δικαίου δικαιολογείται λόγω των ουσιωδών χαρακτηριστικών της Ένωσης και του δικαίου της, που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη συνταγματική δομή της Ένωσης καθώς και αυτήν καθ' εαυτήν τη φύση του εν λόγω δικαίου. Συγκεκριμένα, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαίου της Ένωσης είναι η προέλευσή του από αυτόνομη πηγή δικαίου την οποία αποτελούν οι Συνθήκες, η υπεροχή του έναντι του δικαίου των κρατών μελών καθώς και το άμεσο αποτέλεσμα πλήθους διατάξεων που εφαρμόζονται στους πολίτες των κρατών μελών και στα ίδια τα κράτη μέλη. Βάσει των ανωτέρω χαρακτηριστικών έχει διαμορφωθεί ένα συγκροτημένο πλέγμα αρχών, κανόνων και εννόμων σχέσεων που τελούν σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους και δεσμεύουν αμοιβαία την Ένωση και τα κράτη μέλη της καθώς και τα κράτη μέλη μεταξύ τους, τα οποία κατά το άρθρο 1 εδ. β ́ ΣΕΕ μετέχουν "στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης".... Το δίκαιο της Ένωσης εδράζεται, συνεπώς, στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη και αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω κράτη αποδέχονται από κοινού με αυτό μια σειρά κοινών αξιών επί των οποίων στηρίζεται η Ένωση. Η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την αναγνώριση των εν λόγω αξιών και, επομένως, ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που υλοποιεί τις αξίες αυτές. Σε αυτό το πλαίσιο εναπόκειται στα κράτη μέλη βάσει ιδίως της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας... να διασφαλίζουν εντός της αντίστοιχης επικράτειάς τους την εφαρμογή και την τήρηση του δικαίου της Ένωσης και να λαμβάνουν προς τον σκοπό αυτό κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο που δύναται να διασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή από τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης» (ΔΕΕ απόφαση 6.3.2018, Achmea, C-284/2016 κ.ά.). Η υποχρέωση τήρησης του ενωσιακού δικαίου αφορά και διατάξεις συνταγματικού επιπέδου. Συγκεκριμένα, όπως έχει, κατ' επανάληψη, κριθεί, λόγω της ως άνω αρχής η επίκληση από κράτος μέλος των διατάξεων του εθνικού του δικαίου, ακόμη και του συνταγματικού, δεν είναι δυνατόν να υπονομεύσει την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, υπό την έννοια ότι τα αποτελέσματα της αρχής αυτής δεσμεύουν όλα τα όργανα ενός κράτους μέλους και οι εσωτερικές διατάξεις, περιλαμβανομένων των διατάξεων συνταγματικής ισχύος, δεν μπορούν να αποτελέσουν εμπόδιο (ΔΕΕ απόφαση 21.12.2021, C-357/2019, Ρ.Μ., κ.ά., Βλ. ομοίως και ελληνικού ενδιαφέροντος υποθέσεις: α) για τον «βασικό μέτοχο» ΔΕΚ απόφαση 16.12.2008, C- 213/2007, Μηχανική, για τη σχέση μεταξύ της αρχής της αναλογικότητας κατά το ενωσιακό δίκαιο και των ορισμών του άρθρου 14 παρ. 9 Σ. και β) ΔΕΕ απόφαση 11.2.2021, C-760/2018, Μ.Β., για τη σχέση οδηγίας σχετικά με την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και των ορισμών του άρθρου 103 παρ. 8 Σ.). Έχει, επίσης, κριθεί ότι οι εθνικές αρχές υποχρεούν